ΟΣΟ ΕΙΣΑΙ ΖΩΝΤΑΝΟΣ Η ΖΩΗ ΑΡΧΕΙ

 γράφει ο Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης Αμφικτύων 

Των ανθρώπων η γενιά

είναι ωσάν τα φύλλα  

 λίγο ο βίος τους κρατά

  μετά πέφτουν στο έδαφος  ξερά

 Λίγοι όμως αυτά τα βλέπουν

και λιγότεροι τ’ ακούνε

οι πιο πολλοί τα αγνοούνε

και πέφτουν στη  παγίδα

 αδιαφορούν για τη πατρίδα

  Οι πιο πολλοί παγερά τα προσπερνούν

Αιώνιο το βίο θεωρούν

το χρόνο τους τον σπαταλούν, συχνά με κακίες

αντί να κάνουν πράξεις  καλές  και αγαθοεργίες

  σκηνικό να στήσουν ευκοσμίας

 φραγμό  στη βία και   τρομοκρατία

ελεύθερη  διάδοση των ιδεών, καλύτερη Παιδεία 

γιατρικό για την κουτσή  Δημοκρατία μας

απλετη  στα  μίντια η ελευθερία μας

ο δικαστής  στο ρόλο του  να περιοριστεί

Κάθαρση στα κομματικά σκουλήκια της Βουλής

 στην κολυμβήθρα της ελευθερίας  να την αναβαθμίσουμε

νέο εθνικό “Καποδίστρια”να αναζητήσουμε

τον ψήφοε μας στην « ιδιότυπη δικτατορία» να πούμε ΟΧΙ

τις  σκοτεινές   Βρυξέλλες δε θα τις  βαλουμε δεσπότη   

Στων νέων να φυτρώσει η ελπίδα

Κι’ όσο διαρκεί η νιότης γιορτές , χαρές    και πανηγύρια  

έρωτες , ηδονές και μελωδικά  τραγούδια

Δεν πιστεύει ποτέ ο νέος  ότι θα γεράσει

Στο περιθώριο  κι’ αυτός θα  μπει  

όταν ο καιρός περάσει;

Ούτε ότι  αυτόν  τον κόσμο κάποια μέρα

 θα τον γευτεί που φτιάχνει 

όταν γεράσεις με  την αρρώστια  θα  τσαλακωθείς  σε κάποιο νοσοκομειακό   “ντιβάνι”  

 Όμως  το γέρο δε σεβάστηκαν

  στα σκουπίδια   τον ρίξαν

 στη νέα  τεχνολογία    δεν τον  μπόλιασαν  

στον ωκεανό χωρίς σωσίβιο τον αφήσαν 

τούτο συνιστά γενοκτονία 

την ηρωική του πολέμου τη γενιά 

με κλωτσιά την βγάλαν από την κοινωνία    

Κάποιο   μέρα  το γήρας και  συ  θα  γευθείς 

και θα το απολαύσεις    

Και συ την κάθοδο   ακολουθείς προς  τον Αδη

 Της νιότης ο χρόνος είναι λίγος ,ένα χάδι

Και της ανθρώπινης ζωής περιορισμένος

Και όμως εσύ που ξέρεις όλα αυτά

Το χρόνο άσκοπα τον σπαταλάς και πάει χαμένος

Κάτι καλό  και κάτι  δημιουργικό στο βίο σου να  κάνες

    αγαθές πράξεις   να κάνεις  πριν πεθάνεις

Με τη σκέψη ότι το τέλος πλησιάζει

 φτιάξε τον  κόσμο όμορφο  να σε  ενθουσιάζει

Κάνε το καλό και αμοιβή  μην περιμένεις

Αυτή την απόλαυση η ψυχή σου προσμένει

Όσο είσαι ζωντανός θάνατος δεν υπάρχει

Όσο είσαι ζωντανός η ζωή άρχει(6/5/25)

* Αμφικτύων   ο Υποστράτηγος ε.α Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης

Συγγραφέας, Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών

 amphiktyon@gmail.com
http://amphiktyon.blogspot.com/
https://amphiktyon.org

Όποιος επιθυμεί  να διαγραφεί να επιστρέφει το παρόν με την   ένδειξη

 «διαγραφή» «σύμφωνα με το άρθρο 14 του νόμου 2672/98

 

Ο ΠΛΟΥΤΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΚΑΚΟΣ

Γράφει ο Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης Αμφικτύων

Ρώτησαν το Σωκράτη πότε είναι καλός ο πλούτος και πότε κακός; Και αυτός  απάντησε:

« Όπως και συ τώρα θεωρείς αγαθό να πλουτίζουν οι ενάρετοι άνθρωποι. Και στα χέρια αυτών οι οποίοι ξέρουν που πρέπει να χρησιμοποιούν το χρήμα, ο πλούτος είναι αγαθό , ενώ στα χέρια των κακών  και των αμαθών είναι κακό . Και ο κανόνας αυτός είπε , ισχύει έτσι ακριβώς και για όλα τ’ άλλα πράγματα . Ανάλογα δηλαδή με το ποιόν των ανθρώπων που χειρίζονται τα πράγματα είναι κατ’ ανάγκη και τα έργα τους» . Και νομίζω είπε ότι είναι εύστοχος ο στίχος του Αρχελάου: «Και ειναι τα μυαλά τους σαν τα έργα τους»

Παρατηρήσεις :

1/ Αν δεν πλούτισαν οι εθνικοί μας ευεργέτες σήμερα η Ελλάδα δεν θα είχε πάμπολλα ιδρύματα που άφησαν σαν κληρονομιά στο Εθνος μας (Πανεπιστήμια, Βιβλιοθήκες, Πολεμικά πλοία, Νοσοκομεία, Σχολεία , Ιδρύματα διάφορα κλπ)

2/ Να επισημάνουμε τις δωρεές φτωχών ανθρώπων που χάρισαν στο ΕΣΥ ασθενοφόρα , καθώς και ομογενείς που χαρίζουν στις ιδιαίτερες πατρίδες του σημαντικά ποσά για διάφορους  κοινωφελείς σκοπούς

3/ Το μεγαλείο του Ιωάννη Μπάγκα ο οποίος χάρισε όλη την περιουσία του στην πατρίδα και κράτησε για τον εαυτό του 300 δρχ

4/ Ο Ιωάννης Καποδίστριας χάριζε το μισθό του στο φτωχό τότε κράτος. Αλλά και ο βασιλιάς Οθων και η βασίλισσα Αμαλία  χάριζαν  χρήματα από την περιουσία του ακόμη και όταν ήταν εξορία

5/ Θα ήταν παράλειψη να μην μνημονεύσουμε τους  μέγιστους δωρητές  Αριστοτέλη  Ωνάση και Γιάννη Λάτση που κοσμούν την πατρίδα.

6/ Κάθε χρόνο δημοσιεύεται Πίνακας δωρητών στο ΥΕΘΑ υπέρ Εθνικής Αμύνης και είναι ευχάριστο ότι πληθαίνουν οι δωρητές από χρόνο σε χρόνο

6/ Έχει προταθεί από πολλούς στρατηγούς,(ιδιαιτέρως αναφέρω τον πρωτοπόρο της ιδέας Στρατηγό Νικόλαο Ναούμ) , διπλωμάτες και ευπατρίδες να δημιουργηθεί Ταμείο Εθνικής Αμύνης το οποίο να εξοπλίζει  τις Ε.Δ,  χωρίς να  επιβαρύνονται οι φορολογούμενοι  , με δωρεές των απανταχού Ελλήνων και φιλελλήνων  πλούσιων και  αστών , σαν ένδειξη αγάπης προς την  Ελλάδα , η οποία  απειλείται  από την  Νέο-Οθωμανική Τουρκία. Όμως καμία ως τώρα Κυβέρνηση δεν υλοποίησε αυτή την εθνική επιταγή η οποία  χωρίς να επιβαρύνει το λαό ευεργετεί το Εθνος (5/5/25)

 ΠΑΡΑΚΡΑΤΙΚΟΙ –ΚΟΥΚΟΛΟΦΟΡΟΙ (2ον)

Γράφει ο Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης Αμφικτύων

Η χώρα μας δεν είναι δημοκρατική. Το φαινόμενο των φασιστοειδών κουκουλοφόρων ,   αναρχικών,  εθνομηδενιστών, τρομοκρατών και των κομματικών ροπαλοφόρων  αλλοιώνει την δημοκρατία μας  .

Ο σκοπός τους είναι δόλιότατος και πλεον ορατός. Θύμα τους είναι η  Παιδεία και τα Σχολεία πρωταρχικά αλλά ο απώτερος σκοπός τους είναι ο  μαρασμός  της δημοκρατίας και της ελευθερίας του λόγου. Τα ΜΜΕ το γνωρίζουν.. Από την εποχή που άνθισαν οι αναρχικοί κουκουλοφόροι, τα ΑΕΙ,  ακόμη και η δευτεροβάθμια παιδεία    πήρε  τον κατήφορο,  τα σχολεία  έγιναν καταγώγια και  φιμώθηκε ο ελεύθερος λόγος    Τα Πανεπιστήμια τα ιερά της επιστήμης,  τα έχουν    κυριολεκτικά μεταβάλλει  σε  στάβλους ακατάλληλους ακόμα και για κτήνη , γεμάτα  μουτζούρες , ακαθαρσίες , σπασίματα κ.α . Το χειρότερο ότι οι καθηγητές είναι πλέον φιμωμένοι .  Παντού γενική κατάρρευση ,  υποβάθμιση, καταλήψεις και τρομοκρατία. Τα άνομα   στοιχεία της δήθεν  « Αριστερής  Υποκουλτούρας» είναι η αιχμή της  βελούδινης  δικτατορίας με δήθεν δημοκρατικό μανδύα  Πρόκειται για την  ξενοκίνητη  5η φάλαγγα των Βρυξελλών   ενάντια στα ιερά και όσια της φυλής μας για την  διάλυση της Παιδείας, την   ανασφάλεια   και τον εκφοβισμό των πολιτών . Ελεύθεροι οι κουκουλοφόροι τρομοκράτες  εδώ και   δεκαετίες κάτω από την   ανοχή  της Αστυνομίας τρομοκρατούν τον λαό.

Όλες οι κυβερνήσεις παριστάνουν τις ανήμπορες να βάλουν τάξη στων κουκουλοφόρων την αλητεία . Τη Χρυσή Αυγή μπόρεσαν σε μια βδομάδα να την διαλύσουν. Οι κουκουλοφόροι όμως χαίρουν απόλυτης  ασυλίας  . Ένας ταξίαρχος της Αστυνομίας μου   εκμυστηρεύτηκε: «αν με άφηναν σε μια εβδομάδα θα   εξαφάνιζα το φαινόμενο» . Πρώτον θα τους έβγαζε την κουκούλα να δούμε ποιοι τέλος πάντων είναι; Προφανώς,  είναι  έμμισθοι παρακρατικοί, πασίγνωστοι στην ΕΛ.ΑΣ  Μετά όλους θα τους παρέδιδε στη Δικαιοσύνη   προκειμένου να πληροφορηθεί ο Ελληνικός λαός το  παράκεντρο του εσωτερικού ή  εξωτερικού που τους ελέγχει , τους μισθοδοτεί, τους προστατεύει και τους  λόγους για τους οποίους   τους   έχει  φυτέψει και τους  χρησιμοποιεί ; Ειναι προφανώς ο αφανής στρατός της  βελούδινης δικτατορίας της Ε.Ε, όπως ήταν τα SS του Χίτλερ. [Δεν είναι τυχαία και η πρόσφατη παρέμβαση του ΥΠΕΞ των ΗΠΑ κ. Ρούμπιο για την φίμωση των ακροδεξιών κομμάτων στην Ε.Ε.]

 Συλλαμβάνουν μερικούς και τους αφήνουν την επομένη  γιατί είναι δεμένα τα χέρια  της Αστυνομίας και  της Δικαιοσύνης.

Συμπερασματικά : Όλα τα αναρχικά, εθνομηδενιστικά και φασιστικά   στοιχεία είναι όργανα παρακρατικά ,   στην υπηρεσία της εκάστοτε κυβέρνησης. Αυτά χτυπούν τη Δημοκρατία και την καρδιά  της   Ελλάδας για να μην σηκώσει κεφάλι  η Παιδεία , να μην έχει ο  Ελληνας  ασφάλεια και ησυχία , να είναι μια χώρα σε διαρκή ανωμαλία, να μη ιαμαρτύρεται ο Έλληνας για την γλώσσα , τις αξίες , τα εθνικά του δίκαια   , τις δημοκρατικές του ελευθερίες για την ακρίβεια  κ.α. Γιατί έτσι διατάσσουν οι Βρυξέλλες

 Αυτός ο  συγκαλυμμένος παρακρατικός  φασισμός δεν μας αφήνει να σηκώσουμε κεφάλι, αλλά τον ανεχόμαστε  και βρισκόμαστε σε συνεχή διάλυση , ανωμαλία και παραζάλη

Στο εσωτερικό οι κουκουλοφόροι και στο εξωτερικό οι Τούρκοι, όργανα του ίδιου κέντρου,  κρατούν την Ελλάδα σε ιδιότυπη καταστολή. Το έχετε καταλάβει; (3/5/25)

* Αμφικτύων   ο Υποστράτηγος ε.α Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης

Συγγραφέας, Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών

 amphiktyon@gmail.com

http://amphiktyon.blogspot.com/

https://amphiktyon.org

Όποιος επιθυμεί  να διαγραφεί να επιστρέφει το παρόν με την   ένδειξη

 «διαγραφή» «σύμφωνα με το άρθρο 14 του νόμου 2672/98

CHRONICLE FROM MY CAPTIVITY

By Panagiotis Konstantinidis Trifylios

August 20, 1922

 On this day the sun hid itself in shame because it saw that it was found above slaves and not Greek men who knew how to win! He averted his gaze and his heart ached he was ashamed at the end of an army with so much glory as if he saw with his own eyes without believing it three generals shamelessly giving their swords to those whom earlier other comrades of his were chasing like hares on the same mountaintops Time of Surrender Five o’clock was the hour It might have been six When the French officer headed the three hundred Chetches who fought without having rifles with our own generals he came to an agreement That’s how they sold us out! Human herd! like the cattle that their master sells to another and their new master sends shepherds to collect them immediately so that none of them leave. So they gathered us up in public and began to count us without finding a way out! For many hours they counted us Both sitting and standing to find out how many they had caught But it is a question of whether they found it! We were expecting a knife from the wild Turks And we thought it was a miracle That they didn’t even touch us! Perhaps they owed it to this agreement and if we judge it fairly, that was not a little! But what they asked of us I couldn’t bear it our panties boots, our flasks shirts watches, willingly or unwillingly we gave them like slaves to whom we owed money since they didn’t slaughter us It was already an hour into the night When they stopped counting and they put us forward to the city to take us, like sheep are put forward to the slaughterhouse With our heads bowed, and our hearts black we, the unfortunates, walked like half-dead with thoughts in our heads with fear in our hearts We had death in mind on our way up and all the while we waited for the massacre to begin The hours that passed the length of the road the voices of our companions “chabuk chabuk giaouri” the pain in our feet, from our bare feet the wood that fell wildly on those who stayed behind, did not let our thoughts leave our minds The road was rough a moonless night and those who did not trade had to follow quickly from great fatigue the pain in their feet from hunger most of them from thirst others from terror in their hearts from their exhaustion they were lying on the ground The Turks dragged them from the line aside and there they abandoned them without any help a table for the savages Like butchers for the herd they buy and drive them in a hurry may the sun not take them whatever remains of their slaughter they leave behind without caring about them if the wolves will eat them! That’s how they lined up the unfortunate soldiers That’s why we all ran with our souls in our mouths and hurried our steps to be in our turn And we, the unfortunate ones, reached a fountain on the road A fountain with gurgling water and medicine for thirst How much we begged to leave us a little to cool our lips to heal our hearts They mercilessly began to beat us with clubs but from our thirst we lay down in the mud , to cool our lips to cool our hearts But from there they lifted us and mercilessly took us It would be better to kill us than what they did Our hearts ached and we all understood what we waited where they were taking us, We have now arrived at Usak a great Turkish city and there the Turks were waiting for us with flowers! Flowers made of leather and large clubs of sickles and hammers stones, dung, buds and something worse their own saliva that they spat on us into the dead bodies Our hearts all ached at our humiliation Death a thousand times rather than contempt We shouted curses at our officers who stood so cowardly and handed us over They tore off their galloons so that they wouldn’t be seen for what they were No one committed suicide to wash away the shame And there were three generals unspeakable others who accepted without shame the neck to bend Only one was found brave young man He took out his pistol “Forward, boys” he shouts “Three hundred naked who stand before us and thousands of us! It would be a shame to surrender to them If we all throw ourselves at them not one of us will be left behind” No one followed Only the Ulami who at the school of Afion had them as his students I don’t know what happened to the name of Vlachos Vlachos a proper Greek rank of major Only he was found to honor the body in front of so many cowards who were caught “wet” I don’t blame the Phadars they always follow If they saw the leaders following the Vlachos no one would stay behind even if they were tired But these were cowardly dishonorable people! Women seemed vile who in life chose its dishonest path like dishonest like prostitutes and not the honest work to live their lives And also because they knew that their miserable skin nothing would happen because it had the gallons of its big protector

And they were not mistaken at all, Few were lost While of our soldiers thousands did not return That night great silence reigned and nature wept at our fall It was saddened by the fall of an army that even the branches felt proud at its first passage, as if now they saw him with his head down speakinglessly walking heavily swayed They saw him speechlessly with withered limbs as the world stands at the funeral procession A place that was freed enslaved for centuries may slavery return to it along with the knife The Turks rejoiced in their victory until midnight with songs they sang songs of joy, songs of our slavery, songs that spoke of our tradition, they cheered Kemal for his feat and taunted us for our tradition. They felt proud of their own victory, victory that had passed through Thermopylae. And the slaves came in endless lines until morning. They crowded us like sheep, one against the other. As if we were spies, we fell asleep right away, and before we knew it, they had locked us up inside. As if it had dawned, we saw that we were locked up. They locked us up in the camp, where we were Turks, as if we were masters, and they were prisoners.

And they were a hundred and we were five thousand

How can we fit in there?

On the second day, they expanded this space what they kept bringing

I was lucky with three others to sleep in a tent that we found

ready and with a roof over it

It was one of the tents where the Turks were staying

But as the sun rose and began to burn the three of us became twenty and the tent disappeared

The August sun became our enemy He burned us all day without pitying us

You dare say he did it on purpose because he was offended that we did not honor him by throwing away our rifles and we gave our victory to the Turkish moon

But was it our fault? Others betrayed us We, helpless little ones and suffering for five days and nights we walked mountains supposedly because the Generals had lost their way! Chetniks beat us here and Chetniks further and like cowards and incompetents

they give us to the Turks and the hell of thirst began to torment us!

And many voices were heard voices that were dead! “Water, water, water!

A little water, I’m dying” But who would give the water? and who would help him? The water was two steps away, and the tap was running! But who could pass the wire door? The machine guns around us for whom were they set up? And so many Turks there in front with clubs in their hands for whom were they waiting And as the minutes passed and as the time passed and the sun strengthened the flame in our bodies our insatiable thirst melted our insides It dried our saliva our mouths became parched it made our voices hoarse it blurred our eyes Our eyes sank deep into their sockets our skin turned yellow it took on the color of death Our eyes saw ghosts before them and everyone in their last moments called for their mother But neither mother came to bring them water nor did the Turks’ hearts break with pain On the contrary, the fanatics they took revenge And the burning oil with divine “love”! our tender bodies laid them on the plain He had his eyes closed his ears plugged and he saw nothing and heard nothing of the Christians we cry And with bitter complaint they spoke to God: “My God, why don’t you hear and pretend you don’t see? Bring out a cloud and You and throw a little rain so that the deserts can cool down in this scorching sun! Don’t you pity us? Have you become a Turk? What are we to blame for?” But He did not answer but He did not speak Only the Death was wondering the Death is wondering who to take quickly and whom to punish The sick, the weak the weary gave up their spirits from the first day On the second day, most of them went to the first Their thirst was stirring in company with the Death The unfortunate young men were lying on their backs and they were looking at the ground with outstretched arms and their bodies yellow the mouth dry full of dirty flies and with their eyes open and those who were not buried at that very hour when death cursed them they smelled badly so badly they smelled so badly that it suffocated the strong stench Many had gone crazy from great thirst and were drinking the urine of those who were urinating and others decided to break the door to take death after an hour and all together shouting we peed And in their insane deadly rush they gave the Turks the joy that they were so seeking They grabbed their clubs and beat them with rage they broke their heads they spilled their minds they broke their arms their backs and their ribs and others fell dead and others wounded who if they stood upright either because they wanted to or because they couldn’t the Turks with their clubs they finished And when no one was left standing the Turks, laughing, dragged them by the feet and threw them with force one at another without distinguishing the dead and the wounded

Thus many of the living were found covered by the dead and all of them drenched in blood. No matter how much they groaned and screamed from so much pain, no one paid attention to them, and the unfortunates would die under such a weight, drowned in blood and suffocation. However, those who were on top of the others were finished off as they stood up by the same clubs and the same Turks. Soon, the same Turks received orders to enter the camp, select prisoners, take them and leave. We weep for them later. We thought that they too would suffer the same fate, but soon they came, holding their stretchers and seeing the dead being carried we all glorified God and we got hope And this relieved us we would not lose the stench that brothers with the fire of the sun in our doom The thirst was unbearable Two or three of our people with some iron corner that they took out of the wire tried to open a well and they dug day and night and others helped them and because our place was on a mud as if they had reached half an orgy they brought out a mud Joy to us . We took it, put it in our mouths, and it cooled our tongues, which were parched. And when it was still half a meter deep, they found water, and the mud was softened. The one who had begun prepared a bucket, and after gathering water, as much as a glass, the hermos bent down to enjoy all his hard work. The others, reckless and incontinent, beat him, choked him, and began to quarrel. And soon the Turk, the master, arrived, began to beat them, chased them away, and ordered them to throw the dirt into the water with their hands and fill it with mud. well The one who opened it and is now drowned should leave him there, he is the grave “These are the Greeks” he turns and tells us “Giaouris, scoundrels without any knowledge” And he laughed sarcastically at our great humiliation Many of the Turks of the Guard from our own thirst were taking from us what their other colleagues had left for us as if they saw my mantle which we had for shade at midnight he asked to take it and in return he gave us water to fill us We gladly gave it but the miserable Turk took my mantle for a kilo of water a flask from the small very wrinkled Immediately and cautiously with a tin can we drank water drops and wet our lips and then covered it sitting on it We only drank at night only in the nearby and so we all endured until the fifth day The fifth day was for us a day of blessing when the water gate opened and we ran to drink Many from the much water died in hours and the Commander ordered to enter the fountain and only from two sips each of us to drink On this day the suffering of thirst ended to begin the slavery that had no end.

END

=========================================

Remarks

The poet was a 19-year-old law student at the time and his class had not been called. However, he volunteered and went to Asia Minor to liberate the ancient Greek lands.Finally the poet returned after two years of captivity, with his feet cut off at the lower ends of the fingers and with severe tuberculosis on the verge of death. The torture at the hands of the Turkish barbarians was unspeakable. He records it in other poems of his. The EU embraces them in common defense. Against whom? The Americans also want them as permanent allies. Against Turkey’s neighbors, perhaps?

ΧΡΟΝΙΚΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ ΜΟΥ Του Παναγιώτη Κωνσταντινίδη Τριφύλιου 20 Αυγούστου 1922

Αυτή τη μέρα κρύφτηκε από ντροπή
ο ήλιος
γιατί είδε πως ευρέθηκε απάνω από
δούλους
και όχι από άνδρες Ελληνες
που ξέραν να νικάνε!
Απόστρεψε το βλέμμα του
κι’ πόνεσε η καρδιά του
ντράπηκε στο κατάντημα
στρατού με τόση δόξα
σαν είδε με τα μάτια του
χωρίς να το πιστεύει
τρεις στρατηγούς αδιάντροπα
να δίνουν τα σπαθιά τους
σε αυτούς που ενωρίτερα
άλλοι συνάδεφοι του
τους κυνηγούσαν σαν λαγούς
στα ίδια κορφοβούνια

Ωρα Παράδοσης

Πέντε ήταν το απόγιομα
Μπορεί να ήταν κι έξι
Π’ ο Γάλλος αξιωματικός
κεφάλι στους τριακόσιους
τους τσέτες που πολέμαγαν
χωρίς νάχουν ντουφέκια
με τους δικούς μας στρατηγούς
ήρθε σε συμφωνία

Έτσι μας ξεπούλησαν !
Ανθρώπινο κοπάδι !
σαν τα τραγιά π’ ο αφέντης τους
σε άλλον ξεπουλάει
και ο νέος αφέντης τους
στέλνει τσοπαναρέους
να τα μαζέψουν παρευθύς
κανένα να μη φύγει.

Ετσι μας μάζεψαν και μας
στη δημοσιά απάνω
και βάλθηκαν να μας μετρούν
χωρίς να βρίσκουν άκρη!
Ωρες πολλές μας μέτραγαν
Και καθιστούς και όρθιους
να βρουν πόσους πιάσανε
Μα ζήτημα αν το βρήκαν !
Μαχαίρι περιμέναμε από τους άγριους
Τούρκους
Και θάμα το νομίσαμε
Που ούτε μας πειράξαν !
Ισως να οφείλονταν σ’ αυτή τη συμφωνία
και αν δίκαιο το κρίνουμε ,
αυτό δεν ήταν λίγο!
Μα ότι μας ζητούσανε
αμπέχωνα κυλότες
αρβύλες , τα παγούρια μας
πουκάμισα ρολόγια ,
θέλοντας και μη θέλοντας
τα δίναμε σα δούλοι
που χάρη τους χρωστάγαμε
αφού δεν μας εσφάξαν

Ήταν μια ώρα νύχτα πια
Που πάψαν να μετράνε
και μας εβάλανε μπροστά
στην πόλη να μας πάνε ,
όπως βάζουν τα πρόβατα
μπροστά για το σφαγείο
Με το κεφάλι μας σκυφτό,
και την καρδιά μας μαύρη
βαδίζαμε οι δύστυχοι
σαν μισοπεθαμένοι
με σκέψη στο κεφάλι μας
με φόβο στην καρδιά μας
Θανατικό είχαμε στο νου
στο δρόμο μας απάνω
κι’ όλο το περιμέναμε
το μακελειό ν’ αρχίσει
Οι ώρες που περνούσανε
το μάκραιμα του δρόμου,
των συνοδών μας οι φωνές
“τσαμπούκ τσαμπούκ γκιαούρη”
ο πόνος στις πατούσε μας ,
από την ξυπολισιά μας
το ξύλο που ‘πεφτε άγριο
σ’ αυτούς που μέναν πίσω,
δεν άφηνε τη σκέψη μας
να φύγει απ’ το μυαλό μας

Ο δρόμος ήταν άσωστος
νύχτα χωρίς φεγγάρι
και όσοι δεν εμπόραγαν
γοργά ν’ ακολουθήσουν
από την πολλή την κούραση
τους πόνους των ποδιών τους
από την πείνα οι πιο πολλοί
από τη δίψα άλλοι
από τον τρόμο στην καρδιά
από την εξαντληση τους
σοριάζονταν κατάχαμα
Ο Τούρκοι τους εσέρναν
από τη γραμμή παράμερα
και εκει τους παρατούσαν
χωρίς καμιά βοήθεια
τραπέζι για τα αγρίμια
Οπως και οι χασάπηδες
για το κοπάδι π’ αγοράζουν
και τ’ οδηγάνε βιαστικά
να μην τους πάρει ο ήλιος
όσα σφαχτά τους μένουνε
τα παρατάνε πίσω
χωρίς να νοιάζονται γι’ αυτά
αν θα τα φάν’ οι λύκοι!
Ετσι παράταγαν κι’ αυτοί
τους δύστυχους φαντάρους
Γι’ αυτό όλοι ετρέχαμε
με την ψυχή στο στόμα
και βιάζαμε το βήμα μας
να ‘μαστε στη σειρά μας
Και φτάνουμε οι δύστυχοι
στου δρόμου κάποια βρύση
Βρύση με γάργαρο νερό
και γιατρικό στη δίψα
Πόσο παρακαλέσαμε
να μας αφήσουν λίγο
να δροσιστούν τα χείλη μας
να γειάνει η καρδιά μας
Αλύπητα αρχίσανε
με ρόπαλα να δέρνουν
μα μεις από τη δίψα μας
ξαπλώσαμε στο βούρκο ,
να δροσιστούν τα χείλη μας
να δροσιστεί η καρδιά μας
Μα κι’ από κεί μας σήκωσαν
και άσπλαχνα μας πήραν
Κάλιο να μας σκοτώνανε
παρά αυτό που κάναν
Ολους μας πόνεσε η καρδιά
και καταλάβαμε όλοι
το τι μας επερίμενε
εκεί που μας πηγαίναν ,
Εφτάσαμε πια στο Ουσάκ
τουρκόπολη μεγάλη
και κει μας περιμένανε
οι Τούρκοι με λουλούδια !
Λουλούδια από δίδερο
και ρόπαλα μεγάλα
από δρεπάνια και σφυριά
πέτρες κοπριές , μπουτζούρες
και κάτι πιό χειρότερο
τα σάλια τα δικά τους
που φτυματα μας τά ‘ριχναν
στα μούρτα συχαρίκια
Ολους μας πόνεσε η καρδιά
στον εξευτελισμό μας
Χίλιες φορές ο θάνατος
παρά η καταφρόνια
Ανάθεμα φωνάζαμε
στους αξιωματικούς μας
που στάθηκαν τόσο δειλοί
και μας επαραδόκαν
Ξήλωναν τα γαλόνια τους
να μη φανούν τι είναι
Κανείς δεν αυτοκτόνησε
το αίσχος ν’ αποπλύνει
Και να ‘ναι τρεις οι στρατηγοί
ανείπωτοι οι άλλοι
που δέχτηκαν χωρίς ντροπή
τον τράχηλο να σκύψουν

Ενας μονάχα βρέθηκε
γενναίος παλικάρι
Εβγαλε το πιστόλι του
“Εμπρός παιδιά” φωνάζει
“τριακόσοι οι ξεβράκωτοι
που στέκονται μπροστά μας
και μεις χιλιάδες ! Κρίμα μας
να τους παραδοθούμε
Αν τους ριχτούμε όλοι μας
δε θα φτουρίσει ένας”
Κανείς δεν ακολούθησε
Μονάχα οι Ουλαμίτες
που στη σχολή του Αφιόν
τους είχε μαθητές του
Δεν ξέρω τι απόγινε
το όνομα του Βλάχος
Βλάχος ένας Ελληνας σωστός
βαθμός του ταγματάρχης
Μόνο αυτός ευρέθηκε
το σώμα να τιμήσει
μπροστά σε τόσους μα δειλούς
που πιάστηκαν “βρεγμένοι”
Φαντάρους δεν κατηγορώ
πάντα ακολουθούνε
Αν βλέπανε τους αρχηγούς
ν’ ακολουθούν το Βλάχο
κανείς πίσω δε θά ‘μενε
κι’ ας ήταν κουρασμένοι
Μα τούτοι ήτανε δειλοί
χωρίς τιμή ανθρώποι!
Γυναίκες μοιάζαν πρόστυχες
που στη ζωή διαλέξαν
το δρόμο της τον άτιμο
σαν άτιμες σαν πόρνες
και όχι την τίμια τη δουλειά
να ζήσουν τη ζωή τους
Κι ακόμα γιατί γνώριζαν
πως τ’ άθλιο τομάρι τους
τίποτα δε θα πάθει
γιατί είχει τα γαλονια του
προστάτη του μεγάλο
Και διόλου δε λαθέψανε ,
Ελάχιστοι χαθήκαν
Ενώ απ΄’ τους φαντάρους μας
χιλιάδες δε γυρίσαν

Τη νύχτα αυτή βασίλευε
μεγάλη ησυχία
θαρρείς και η φύση έκλαιγε
με το κατάντημα μας
Λυπόταν στο κατάντημα
στρατού που περιφάνια
ενίωθανε και τα κλαριά
στο πρώτο περασμα του,
σαν τώρα τον εβλέπανε
με το κεφάλι κάτω
αμίλητο να περπατεί
βαριά βαλαντωμένο
Τον βλέπανε αμίλητα
με φύλα μαραμένα
όπως ο κόσμος στέκεται
στο πέρασμα κηδείας
Τόπος που λευτερώθηκε
αιώνες σκλαβωμένος
να του ξανάρχεται η σκλαβιά
μαζί με το μαχαίρι
Οι Τούρκοι ως τα μεσάνυχτα
τη νίκη τους χαιρόνταν
τραγούδια λέγαν της χαράς
τραγούδια της σκλαβιάς μας
τραγούδια που μιλούσανε
για την παράδοση μας
Ζητωκραυγάζαν τον Κεμάλ
για το κατόρθωμα του
κι’ λοιδωρούσανε εμας
για την παράδοση μας
Νοιώθαν κι΄αυτοί περήφανοι
για τη δική τους νίκη
νίκη που ξεπέρναγε
κι’ αυτές τις Θερμοπύλες
Και οι σκλάβοι ατέλειωτες σειρές
ως το πρωί ερχόνταν

Μας στρίμωξαν σαν πρόβατα
τον ένα πα στον άλλο
Και ως είμαστε κατάκοποι
ευθύς μας πήρε ο ύπνος
κι΄ούτε που καταλάβαμε
που μέσα μας εκλείσαν
Σαν έφεξε τότ’ είδαμε
που είμαστε κλεισμένοι
Μας κλείσαν στο στρατόπεδο
που είχαμε εμείς Τούρκους
σαν είμαστε αφέντες μείς
κι’ αιχμάλωτοι εκείνοι
Και εκείνοι ήταν εκατό
και μεις πέντε χιλιάδες
Πως να χωρέσουμε εκεί δα;
Τη δεύτερη τη μέρα
μεγάλωσαν το χώρο αυτό
τι φέρνανε συνέχεια
Είχα την τύχη μ’ άλλους τρεις
να πιάσουμε για ύπνο
αμπρί που βρήκαμ’ έτοιμο
και με σκεπή ‘πο πάνω
Ηταν ένα απ’ τ’ αμπριά
που μένανε οι Τούρκοι
Μα σαν ο ήλιο ψήλωσε
κι’ άρχισε να πυρώνει
οι τρεις γενήκαμε είκοσι
και η τέντα εξαφανίστη

Ο ήλιος ο Αυγουστιάτικος
έγινε ο εχθρός μας
Μας έκαιγε ολημερίς
χωρίς να μας λυπάται
θαρρείς το ‘κανε επίτηδες
πως πήρε προσβολή του
που δεν τονε τιμήσαμε
πετώντας τα ντουφέκια
και δώσαμε τη νίκη μας
στο τούρκικο φεγγάρι
Μα μήπως φταίγαμ’ εμείς ;
Αλλοι μας επροδόσαν
Εμείς ανήμποροι μικροί
και ταλαιπωρημένοι
πέντε μερόνυχτα σωστά
βουνά να περπατούμε
τάχα γιατί οι Στρατηγοί
το δρόμο να ‘χουν χάσει !
Τσέτες μας χτυπούν εδώ
και τσέτες παραπέρα
και σαν δειλοί και ανίκανοι
στους Τούρκους μας χαρίζουν

Και άρχισε η κόλαση
της δίψας το μαρτύριο!
Κι’ ακούστηκαν πολλές φωνές
φωνές ξεψυχισμένες !
“Νερό συνάρφε νερό !
Λίγο νερό, πεθαίνω”
Μα ποιός να δώσει το νερό;
και ποιός να τον βοηθήσει;
Δυο βήματα ήταν το νερό ,
και έτρεχε η βρύση !
Μα ποιός μπορούσε να διαβεί
τη συρματένια πόρτα ;
Τα πολυβόλα γύρω μας
για ποιούς ήταν στημένα ;
Και τόσοι Τούρκοι εκεί μπροστά
με ρόπαλα στα χέρια
για ποιούς επεριμένανε
Και όσο περνούσαν τα λεπτά
κι’ όσο περνούσε η ώρα
κι’ ο ήλιος εδυνάμωνε
τη φλόγα στα κορμιά μας
η δίψα μας ακράτητη
λιώνει τα σωθικά μας
Μας στέγνωσε το σάλιο μας
μας ξερανε το στόμα
εβράχνιασε μας τη φωνή
μας θόλωσε τα μάτια
Τα μάτια μας χωθήκανε
βαθιά μεσ’ τις φωλιές τους
κιτρίνισε το δέρμα μας
πήρε θανάτου χρώμα
Τα μάτια μας εβλέπανε
φαντάσματα μπροστά τους
κι’ όλοι στα τελευταία τους
τη μάνα τους καλούσαν
Μα ούτε μάνα ‘ρχότανε
νεράκι να τους φέρει
ούτε των Τούρκων η καρδιά
εράγιζε απ’ τον πόνο
Αντίθετα οι φαντικοί
εκδίκηση επαίρναν

Και το λιπύρι καυτερό
με θεική “αγάπη”!
τα τρυφερά μας τα κορμιά
τα έψενε στον κάμπο
Είχε κλειστά τα μάτια του
τ’ αυτιά του βουλωμένα
κι’ ούτ’ έβλεπε ούτ ‘ άκουγε
των Χριστιανών το κλάμε
Και με παράπονο πικρό
μιλούσαν στο Θεούλη:
“Γιατί Θεέ μου δεν ακούς
και κάνεις πως δε βλέπεις;
Βγάλε ένα σύννεφο και Συ
και ρίξε μια βροχούλα
να δροσιστούμε οι έρημοι
σε τούτο το λιοπύρι!
Δε μας λυπάσαι ; Τούρκεψες;
Εμείς σε τι σου φταίμε;”
Μα Κείνος δεν απάντησε
μα Κείνος δε μιλούσε
Μόνο το Χάρο ορμήνευε
το Χάρο ορμηνεύει
ποιό να πάρει γρήγορα
και ποιόν να να τιμωρήσει

Οι άρρωστοι , οι αδύναμοι
οι πολυκουρασμένοι
παράδοκαν το πνεύμα τους
από την πρώτη μέρα
Τη δεύτερη οι περισσότεροι
πήγαν κοντά στους πρώτους
Η δίψα τους εθέριζε
παρέα με το Χάρο
Ανάσκελά σωριάζονταν
τ’ άτυχα παλικάρια
και κοίτανταν πάνω στη γη
με χέρια απλωμένα
και το κορμί τους κίτρινο
το στόμα ξεραμένο
γεμάτο μύγες βρώκικες
και μ’ ανοιχτά τα μάτια
κι’ όσα δεν εθαβόντουσαν
την ίδια εκείνη ώρα
π’ ο θάνατος τα έβρισε
άσχημα εμυρίζαν
τόσ’ άσχημε εμύριζαν
τόσ’ άσχημε που σ΄έπνιγε
η δυνατή η βρώμα
Πολλοί είχαν τρελαθεί
απ’ τη μεγάλη δίψα
και έπιναν τα κάτουρα
όσων εκατουρούσαν
κι’ άλλοι αποφασίσανε
να σπάσουμε την πόρτα
να πάρουμε το θάνατο
αρχήτερα μια ώρα
κι όλοι μαζί φωνάζοτνας
εκάναμε γιουρούσι
Κι’ απάνω στην αλλόφρονα
θανατερή ορμή τους
στους Τούρκους δώσαν τη χαρά
που τόσο αποζητούσαν
Αρπάξανε τα ρόπαλα
και χτύπαγαν με λύσσα
σπάζαν τα κεφάλια τους
ξεχύναν τα μυαλά τους
εσπάζανε τα χέρια τους
τις πλάτες τα πλευρά τους
και άλλοι πέφτανε νεκροί
και άλλοι τραυματισμένοι
που αν στεκόντουσαν ορθοί
είτε γιατί το θέλανε
είτε για δε μπορούσαν
οι Τούρκοι με τα ρόπαλα
τους αποτελειώναν
Και όταν όρθιος κανείς
δεν είχε πια ‘πομείνει
οι Τούρκοι χαχανίζοντας
τους σέρναν απ’ τα πόδια
και τους πετούσαν με δύναμη
τον ένα πα στον άλλο
χωρίς να ξεχωρίσουνε
νεκρούς και τραυματίες
Ετσι πολλοί απ΄τους ζωντανούς
βρέθηκαν σκεπασμένοι
από νεκρούς και όλοι τους
στο αίμα βουτηγμένοι
Τι κι’ αν βογγούσαν κι’ ούρλιαζαν
από τους τόσους πόνους
Κανείς δεν τους επρόσεξε
και οι δύστυχοι θα πέθαιναν
κάτω από τόσο βάρος
πνιγμένοι από τα αίματα
και απο την ασφυξία
Οσοι όμως βρεθήκανε
απάνω από τους άλλους
αυτοί αποτελειώθηκαν
όρθιοι σαν σταθήκαν
από τα ίδια ρόπαλα
και από τους ίδιους Τούρκους
Σε λίγο πήραν διαταγή
οι ίδιοι εκείνοι Τούρκοι
κι΄εμπήκαν στο στρατόπεδο
διάλεξαν αιχμαλώτους
τους πήρανε και φύγανε
Πίσω εμείς τους κλαίμε
Νομίσαμε ότι κι’ αυτοί
θα είσαν την ίδια τύχη
μα σαν σε λίγο ήρθανε
κρατώντας τα φορεία
και βλέποντας τους συνεχώς
νεκρούς να μεταφέρουν
δοξάσαμε όλοι το Θεό
και πήραμε ελπίδα
Κι’ αυτό μας ανακούφισε
δε θα ‘χαμε τη βρώμα
π’ αδέρφωνε με τη φωτιά
του ήλιου στο χαμό μας

Η δίψα ανυπόφορη
Δυο τρεις απ’ τους δικούς μας
με κάποια σιδερογωνιά
που βγάλαν απ’ το σύρμα
πηγάδι επιχείρησαν
οι δύστυχοι ν’ ανοίξουν
Και σκάβανε νυχτόημερα
τους βόηθαγαν και άλλοι
και επειδή ο τόπος μας
ήταν πάνω σε βούρκο
σαν έφτασαν μισή οργιά
εβγάνανε μια λάσπη
Χαρά σε μας . Την παίρναμε
τη βάναμε στο στόμα
και δρόσιζε τη γλώσσα μας
που ήταν ξεραμένη
Κι’ όταν ακόμα βάθυνε
ως το μισό το μέτρο
νασου και βρίσκουν το νερό
και νερουλιάζει η λασπη
Εκείνος που ‘κανε αρχή
ετοίμασε μια λούμπα
κι’ αφού εμάζεψε νερό
όσο ένα ποτήρι
έσκυψε ο έρμος να χαρεί
τους τόσους του τους κόπους
μ’ απάνω του απερίσκεφτοι
κι’ ακράτητοι οι άλλοι
τον πλάκωσαν τον έπνιξαν
κι’ άρχισαν τους καυγάδες
Και να σε λίγο έφτασε
ο Τούρκος ο αφέντης
αρχίζει ο ξυλοδαρμός
τους διώχνει και διατάζει
με φτιάρια τα χεράκια τους
να ρίξουνε το χώμα
και να γεμίσει παρευτύς
ετούτο το πηγάδι
Εκείνον που το άνοιξε
και τώρα είναι πνιγμένος
να τον αφήσουν εκεί δα
είναι δικός το τάφος
“Αυτοί είσαστε οι Ελληνες”
γυρίζει και μας λέει
“Γκιαούρηδες , παλιάνθρωποι
χωρίς καθόλου γνώση”
Και γέλαγε σαρκαστικά
στην τόση μας κατάντια

Πολλοί από τους Τούρκους της Φρουράς
από τη δική μας δίψα
μας έπαιρναν ό,τ’ άφησαν
άλλοι συνάδελφοι τους
Σαν είδαν τη μαντύα μου
που είχαμε για ίσκιο
τη νύχτα τα μεσάνυχτα
ζήτησε να την πάρει
και αντάλλαγμα αυτός
νερό να μας χορτάσει
Μετά χαράς τη δόσαμε
αλλά ο άθλιος Τούρκος
την πήρε τη μαντύα μου
για ένα κιλό νεράκι
ένα παγούρι απ΄τα μικρά
πολύ τσαλακωμένο
Αμέσως και προφυλαχτά
μ’ ένα κονσερβοκούτι
σταγόνες ήπιαμε νερό
και βρέξαμε τα χείλη
κι’ ύστερα το σκεπάσαμε
πάνω του καθισμένοι
Μόνο τη νύχτα πίναμε
στα κοντινά μονάχα
κι’ έτσι αντέξαμε όλοι μας
ως και την πέμπτη μέρα

Η πέμπτη μέρα ήτανε για μας
ημέρα ευλογίας
τι άνοιξε η πύλη του νερού
και τρέξαμε να πιούμε
Πολλοί απ’ το πολύ νερό
σε ώρες πεθάναν
και διέταξε ο Διοικητής
σκοπός να μπει στη βρύση
και μόνο από δυο γουλιές
καθένας μας να πίνει
Τη μέρα τούτη τέλειωσε
το βάσανο της δίψας
για να αρχίσει της σκλαβιάς
που τελειωμό δεν είχε.
Τέλος

Τελικά γύρισε ο ποιητής μετά από δύο χρόνια ομηρία, με τα πόδια κομμένα τα κάτω άκρα των δακτύλων και με βαριά φυματίωση στα πρόθυρα του θανάτου . Τα βασανιστήρια στα χέρια των Τούρκων βαρβάρων ήταν ανείπωτα . Τα καταγράφει σε άλλα ποιήματα του. Αυτούς αγκαλιάζει η Ε.Ε στην κοινή άμυνα. Εναντίον ποίων άραγε; Αυτούς θέλουν και οι Αμερικανοί σαν πάγιους συμμάχους. Εναντίον των γειτόνων της Τουρκίας μήπως;

ΠΑΡΑΚΡΑΤΙΚΟΙ  ΟΙ ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΙ

 Γράφει ο Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης Αμφικτύων

Το φαινόμενο των φασιστοειδών Κουκουλοφόρων ,   Αναρχικών,  Εθνομηδενιστών και των κομματικών ροπαλοφορων είναι διαχρονικό και εισήχθη στη χώρα μας από την εποχή του «μεγάλου»  Ανδρέα .

Ο σκοπός τους είναι δόλιος και πονηρός. Θύμα τους είναι η  Παιδεία και τα Σχολεία και όχι μόνο . Από την εποχή που άνθισαν οι αναρχικοί κουκουλοφόροι, τα ΑΕΙ,  ακόμη και η δευτεροβάθμια παιδεία    πήρε  τον κατήφορο,  τα σχολεία  έγιναν καταγώγια και επικρατεί βία και ανωμαλία.   Τα Πανεπιστήμια τα ιερά της επιστήμης,  τα έχουν    κυριολεκτικά μεταβάλλει  σε  στάβλους ακατάλληλους ακόμα και για κτήνη , γεμάτα  μουτζούρες , ακαθαρσίες , σπασίματα κ.α . Παντού γενική κατάρρευση και  υποβάθμιση τελεία. Όλα αυτά στο όνομα  κάποιας δήθεν  « Αριστερής Επανάστασης» χωρίς ιδεολογικό περιεχόμενο.  Πρόκειται για  ξενοκίνητη  5η φάλαγγα  ενάντια στα ιερά και όσια της φυλής μας που είναι η διάλυση της Παιδείας και η  ανασφάλεια της χώρας . Ελεύθεροι  εκτελούν εκάστοτε την αποστολή  τους εδώ και   δεκαετίες κάτω από την  αδυναμία  της Ελληνικής Αστυνομίας

Όλες οι κυβερνήσεις παριστάνουν τις ανήμπορες να βάλουν τάξη στων κουκουλοφόρων την αλητεία . Στη Χρυσή Αυγή μπόρεσαν σε μια βδομάδα να κλείσουν στη φυλακή όλα τα μέλη της «που κράτησαν το τεράστιο  μαχαίρι που σκότωσαν εκ του μακρόθεν»   τον Φύσσα.  Οι κουκουλοφόροι όμως χαίρουν ασυλίας  . Ένας ταξίαρχος της Αστυνομίας μου   εκμυστηρεύτηκε: «αν με άφηναν σε μια εβδομάδα θα   εξαφάνιζα το φαινόμενο» . Πρώτον θα τους έβγαζε την κουκούλα να δούμε ποιοι τέλος πάντων είναι; Προφανώς,  είναι  έμμισθοι,  κρατικοδίαιτοι , ή παρακρατικοί  Μετά όλους θα τους παρέδιδε στη Δικαιοσύνη   προκειμένου να πληροφορηθεί ο Ελληνικός λαός: Οποίο παράκεντρο τους εσωτερικού ή  εξωτερικού τους ελέγχει , τους μισθοδοτεί, τους προστατεύει και για ποιους λόγους  τους τους έχει  φυτέψει και τους  χρησιμοποιεί ;

 Αντ’ αυτού συλλαμβάνουν μερικούς και τους αφήνουν την επομένη ελεύθερους γιατί είναι δεμένα τα χέρια  της Αστυνομίας και  της Δικαιοσύνης.

Συμπερασματικά : Όλα τα αναρχικά, εθνομηδενιστικά και φασιστικά   στοιχεία είναι όργανα παρακρατικά , γνωστά στην εκάστοτε κυβέρνηση. Αυτά  προσφέρουν ύψιστη ανθελληνική  υπηρεσία  σε βάρος της   Ελλάδας . Να μην σηκώσει κεφάλι  η Παιδεία , να μην έχει ο τόπος ασφάλεια και ησυχία , να είναι μια χώρα σε διαρκή αναρχία,  γιατί έτσι τη θέλουν  τα υπόψη  διεθνή κέντρα και η διεθνής εξουσία .

 Αυτός ο κρυφός και συγκαλυμμένος παρακρατικός  φασισμός δεν μας αφήνει να σηκώσουμε κεφάλι αλλά τον ανεχόμαστε  και βρισκόμαστε σε συνεχή διάλυση , ανωμαλία και παραζάλη

Στο εσωτερικό οι κουκουλοφόροι και στο εξωτερικό οι Τούρκοι  κρατούν την Ελλάδα σε ιδιότυπη καταστολή. Το έχετε καταλάβει; (3/5/25)

* Αμφικτύων   ο Υποστράτηγος ε.α Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης

Συγγραφέας, Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών

 amphiktyon@gmail.com

http://amphiktyon.blogspot.com/

https://amphiktyon.org

Όποιος επιθυμεί  να διαγραφεί να επιστρέφει το παρόν με την   ένδειξη

 «διαγραφή» «σύμφωνα με το άρθρο 14 του νόμου 2672/98

WHAT EUROPE ARE WE TALKING ABOUT? Konstantinos Konstantinidis Amfiktion writes The stance of the EU states is unconventional and hostile towards Greece The Northerners are only interested in defense against Russia, which did not threaten them, as Turkey does with the occupation of Cyprus, the Blue Homeland and the revival of the new Ottoman Empire for Greece Of the Southerners who accept the threat of Turkey in the Mediterranean, only Greece has been blocking Turkey for centuries, while the others are doing the opposite: 1/ Italy sells modern technology to the Turkish War Industry and makes Turkey a participant in European Defense Programs, without even setting any condition not to use the weapons systems against the EU member state 2/ Spain is building Turkey’s aircraft carriers and cooperates closely in the defense sector, enriching it with modern technology without receiving any provision in favor of Greece. 3/ Germany builds Turkey’s advanced submarines and provides it with the technology for drones, overturning the balance of power in the Mediterranean in favor of Turkey. 4/ Britain, which is outside the EU and is always hostile and treacherous against Greek interests, sells the “euro fighter” aircraft to Turkey without taking into account the authoritarian and undemocratic regime of Turkey and the occupation of 36% of Cyprus. Soon we will be paying for the EU’s defense programs to arm Turkey, which does not hide that if we do not grant them what they ask for, they will take them by force Is it time to review our stance against the false, incoherent and hostile EU? * Amphiktyon Major General (retd) Konstantinos Konstantinidis Author, Member of the Society of Greek Writers amphiktyon@gmail.com http://amphiktyon.blogspot.com/ https://amphiktyon.org Anyone who wishes to be deleted should return this with the indication “deletion” “in accordance with article 14 of law 2672/98

ΓΙΑ ΠΟΙΑ ΕΥΡΩΠΗ ΜΙΛΑΜΕ;

Γράφει ο Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης Αμφικτύων

Η στάση των κρατών της Ε.Ε είναι αντισυμβατική και εχθρική προς την Ελλάδα

Οι Βόρειοι ενδιαφέρονται μόνο  για την άμυνα εναντίον της Ρωσίας η οποία δεν τους απείλησε ,    όπως κάνει η Τουρκία με την κατοχή της Κύπρου, την  Γαλάζια Πατρίδα και την αναβίωση της νέο Οθωμανικής Αυτοκρατορίας  για την Ελλάδα

Εκ των  Νοτίων  που δέχονται την απειλή της Τουρκίας στη Μεσόγειο , μόνο η Ελλάδα μπαίνει φραγμός εδώ και αιώνες στην Τουρκία, ενώ οι λοιποί πράττουν τα αντίθετα:

1/ Η μεν Ιταλία ξεπουλάει σύγχρονη  τεχνολογία στην Τουρκική Πολεμική Βιομηχανία και καθιστά   την Τουρκία συμμέτοχο  στα Ευρωπαϊκά Αμυντικά Προγράμματα ,  χωρίς έστω να   βάζει   κάποιον όρο να μη χρησιμοποιήσει τα οπλικά συστήματα σε βάρος της χώρα μέλους της Ε.Ε

2/ Η Ισπανία φτιάχνει τα αεροπλανοφόρα της Τουρκίας και συνεργάζεται στενά στον αμυντικό τομέα πλουτίζοντας της με σύγχρονη τεχνολογία χωρίς να λαμβάνει κάποια πρόνοια υπέρ της Ελλάδος .

3/ Η Γερμανία φτιάχνει το εξελιγμένα υποβρύχια της Τουρκίας και της παρέχει την τεχνολογία για τα dronons  , ανατρέποντας την ισορροπία δυνάμεων στη Μεσόγειο υπέρ της Τουρκίας

4/ Η Βρετανία  η οποία είναι έξω από την Ε.Ε πάντα εχθρική και ύπουλη κατά των Ελληνικών συμφερόντων πουλάει τα Α/Φ «euro fighter» στην Τουρκία χωρίς να λαμβάνει υπ’ όιψιν το αυταρχικό και αντιδημοκρατικό καθεστώς της Τουρκίας και  την κατοχή του 36% της Κύπρου.

Σε λίγο θα πληρώνουμε τα αμυντικά   προγράμματα  της  Ε.Ε για να εξοπλίζουμε την Τουρκία , η οποία δεν το κρύβει ότι αν δεν τις  παραχωρήσουμε  ότι ζητάει θα τα πάρει με τα όπλα

Μήπως ήρθε η ώρα να αναθεωρήσουμε τη στάση μας έναντι της ψεύτικης, άσπονδης και εχθρικής Ε.Ε ;  

* Αμφικτύων   ο Υποστράτηγος ε.α Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης

Συγγραφέας, Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνώνν

 amphiktyon@gmail.com
http://amphiktyon.blogspot.com/
https://amphiktyon.org

Όποιος επιθυμεί  να διαγραφεί να επιστρέφει το παρόν με την   ένδειξη

 «διαγραφή» «σύμφωνα με το άρθρο 14 του νόμου 2672/98

 Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΝΥΦΗ

Του φιλοσόφου Μουσωνίου

Οι άνδρες να μην κοιτάζουν αν η νύφη   κατάγεται από γένος ευπατριδών, ούτε αν έχει πολλά χρήματα, ούτε αν έχει ωραίο σώμα. Γιατί ούτε ο πλούτος ούτε η ομορφιά ούτε η ευγένεια είναι αυτά που από τη φύση τους τονώνουν τη συμβίωση, καθώς επίσης δεν σφυρηλατούν την ομόνοια ούτε δημιουργούν καλύτερους απογόνους . Αλλά τα πιο ενδεδειγμένα σώματα προς γάμον είναι τα υγιή , μέτρια στην εμφάνιση και ικανά να εκτελούν εργασίες , σώματα που λιγότερο μπορούν να παρασυρθούν σε ακολασίες και ικανά να τεκνοποιούν με πλήρη επάρκεια . Από πλευράς ψυχής να έχουν μέσα τουε τη Σωφροσύνη . την Δικαιοσύνη και την Αρετή. Η Ομόνοια το απαραίτητο συστατικό του γάμου και αυτό επιτυγχάνεται με αμοιβαίες υποχωρήσεις και των δύο συζύγων(30/4/25)

Αμφικτύων  

THE TRAGIC NATURE OF MAN

Written by Konstantinos Konstantinidis Amphiktyon

 Man is dual. He consists of a body and a soul. In this respect he has a privileged position in the animal kingdom. How is it possible that two such dissimilar and incompatible elements, destined to torment each other, have been connected in an ephemeral marriage that ends with the final death of the body and the uncertain survival of the soul? A huge question that no one has given an explanation for, except for nature itself. These are two involuntary partners who are forced to live together and walk together in traps that one sets for the other. Most of the time the body is the winner, but sometimes it is sacrificed for the soul (self-sacrifice) When we fail to tame our brutal passions (laziness, gluttony, sensuality, violence, malice, devilry, rapacity, injustice, avarice, etc.) because we do not have the strength but the honesty to subdue them and we find it convenient to assume that our soul was defeated by temptation, fortified in our naturally wicked body. In this way we shift the responsibility from the wicked body to the soul which is burdened with the pangs of conscience, regrets and all sins. In this way, we shift the responsibility from our recklessness, our lack of will, our debauchery to a culprit of every moral derailment and we think that we have escaped the feelings of guilt that torment us forever and sicken us with time and the body, but more so they harm the soul. Thus we reach dead ends either to the detriment of our physical health, or we make our soul sick and this torments us, creates anxiety, pain, melancholy and pessimism. The culprit must always be an “other”, so it happens in the body, the other is separate from my soul and we blame all the wrongdoings on him. And we think that we have sorted it out. Um, no… We separated the soul from the body artificially but we are not finished. Our problem is within, the emotions, the guilt, the regrets and why not the illnesses that we caused. Victim and perpetrator at the same time ourselves. This madness is only expressed through poetry. It is the tragic nature of man. (29/4/25) * Amphiktyon Major General Konstantinos Konstantinidis Writer, Member of the Society of Greek Writers amphiktyon@gmail.com http://amphiktyon.blogspot.com/ https://amphiktyon.org Anyone who wishes to be deleted should return this with the indication “deletion” “in accordance with article 14 of law 2672/98