Ο ΚΥΡ – ΑΒΡΑΑΜ ΤΟ «ΛΟΥΣΤΡΑΚΙ»

Το γεροντάκι με το κασελάκι στον ώμο

με βασάνιζε στη σκέψη όταν τον  έβλεπα στο δρόμο

πέρασαν χρόνια  και η θέα του ακόμη   τριγυρίζει

σαν  το σφοντύλι της ηλακάτης που στριφογυρίζει

Το υπέργηρο   εκείνο γεροντάκι

κάθε απόγευμα από τα Ταμπάχανα της Πάτρας

στο κέντρο τόβλεπα να κατηφορίζει

μονίμως φορτωμένο με  το   κασελάκι

δύο   βούρτσες   ένα γουνάκι και   βερνίκια

για να ζήσει το γεροντάκι  έβαφε και γιάλιζε παπούτσια

Πρώτη   φορά βλέπαμε γεροντάκι

να  γίνεται  λουστράκι

παπούτσια  να βάβει   για μισό φραγκάκι

Ακόμη θυμάμαι και το όνομα του

κυρ Αβραάμ  η αφεντιά του

καθώς  μου γιάλιζε τα παπούτσια

κάποιος    τον αποκάλεσε «αούτη»

το γεροντάκι   χαμογέλασε πικρά εγώ

ντράπηκα για τη  «βρισιά»   ετούτη

και τον  κοίταξα αγριεμένος

Τόσο υπέργηρος ήταν ο καημένος

παραπατούσε τρικλίζοντας υπερφορτωμένος

σαν    βάρκα    σε μεγάλη  τρικυμία

παρ’ όλα τα γεράματα του τον   προτιμούσαμε

όλοι  στην πλατεία σαν  από κάποια συμφωνία

Αξιοπρεπέστατος ήταν και όχι επαίτης

κάτι σε έκανε αυτόν τον άνθρωπο  να τον προσέξεις

πώς ξέπεσε   το γεροντάκι σε τούτα τα μέρη;

σαν κάποιος άνεμος να τον είχε βίαια φέρει

Ήταν και η προφορά του κάπως διαφορετική

κάποτε πάρα πάνω του έδωσα  αμοιβή

ένεκα ευσπλαχνίας

το γεροντάκι μου τα επέστρεψε αυτοστιγμί

μετά  αξιοπρεπέστατης ευγενείας

Τότε αγνοούσαμε την Ποντιακή    Γενοκτονία

τέτοια «δύσκολα» δεν μας δίδαξαν στα κατοχικά σχολεία

στηλιάρια απελέκητα  και  κατ’ οίκον

αυτοδίδακτοι όμοια με τα παιδιά του κορωνοιού

σχολεία της  κατοχής και του  συνδικαλισμού

Πέρασαν έκτοτε μερικά χρόνια

για να  λυθεί το αίνιγμα   που με βασάνιζε ακόμα

όταν αξιωματικός στη Νιγρίτα τοποθετήθηκα εκείνα τα  χρόνια

κεφαλοχώρι  τότε στα ριζά των Κερδυλίων  καθώς έφτασα με τα χιόνια

Ούτε στη ΣΣΕ δεν μας δίδαξαν για την Ποντιακή Γενοκτονία   ΄

γραμμένη δεν  ήταν  τότε σε   βιβλίο  ιστορίας

έστω και συνοπτικώς

όπως τώρα  για της Σμύρνης μάθαμε  το «συνωστισμό»

από την  Κυρία Ρεπουσία

όλα τα κάλυπτε η ελληνοτουρκική με   το Στρατηγείο το Νατοϊκό

Και ο Κυρ Αβραάμ βουβός .ευγενής και στωικός

επτασφράγιστο την   κρατούσε    μυστικό

αλλά και αν τόλεγε μπορούσε και να μπλέξει

στην αλλοπρόσαλλη εκείνη εποχή που ο αδελφός

σκότωνε τον αδελφό για μιά «εθνικιστική»  λέξη

το στόμα κλειστό κάλλιο νά τόχεις

πάρα σε κάποια φυλακή να λείωσεις

Κάτι είχαμε  υποπτευθεί από την  παρουσία του

όλοι είχαν συνταξιοδοτηθεί  στην ηλικια του

είχαν παιδιά είχαν   εγγόνια

μόνο αυτός εργαζόταν   στα ύστερα του χρόνια

και  με το κασελάκι κυκλοφορούσε σαν το κοινό λουστράκι

τον υπέρτατο έδινε αγώνα

στα δίσεκτα της προσφυγιάς του χρόνια

ποτέ δεν μπήκε στον κόπο την ιστορία του να μας  ανοίξει

νέος Όμηρος έπρεπε να γίνει με τη λύρα

τη συμφορά του να μας    εξιστορήσει

βλέποντας την  πλήρη άγνοια μας  θεώρησε   καλύτερα να σιωπήσει

πρώτιστο για αυτόν καθήκον την οικογένεια να  συντηρήσει

Η  Πολιτεία είχε  δείξει  πλήρη αδιαφορία

και να ήθελε   να τους φροντίσει  πάντα άδεια έχει τα ταμεία

Άκαρδη η  επίσημη Ελλάδα, ψυχρή η αγκαλιά της

σαν  του βορά  αγελάδα

μητριά   που λησμονεί στην ξένη τα παιδιά της

ξένους όμως προθύμως φιλοξενεί  στα σπτικά της

κούκους στρεβλόψυχους και μοχθηρούς

βάζει στη φωλιά τους

Ζωή σκληρή  χωρίς   φίλους και συγγενείς στη Νιγρίτα

νόστος,  υποχρεώσεις, γεμάτος πίκρα

πλάι στο στρατόπεδο  υπήρχαν καλύβες  πρόχειρα καμωμένες

από χόρτα και πλήθα με τα χέρια δουλεμένες

μια βδομάδα  κελαιδούσε κάποια λύρα   Ποντιακή

ποντιακά  τραγούδια   κάθε απόγευμα  και  χοροί εορταστικοί

Ρώτησα να  πληροφορηθώ  τι συμβαίνει ;

« μιά βδομάδα κρατάει κ. Δοιηκητα, το γαμήλιο γλέντι

και η χαρά  τους Πόντιους γείτονες μας  συνεπαίρνει»

Και σαν πλησίασα κοντά να παρακολουθήσω

φιλόξενα με κάλεσαν στο τραπέζι τους να παρακαθήσω

καθώς η λύρα ανάστενε νεκρούς και η ρακή

στα κουπαράκια ρέει

την ιστορία τους ο  γέρο Σεραφείμ μου διηγηθηκε

και διηγώντας την κλαίει:

«Μάνες έχασαν τα παιδιά τους

και τα παιδιά τη μάνα τους

Τούρκοι τους τα πήραν από την αγκαλιά τους

σχίστηκε η γη από το κλάμα τους και τα αναφιλητά τους

εκτέλεσαν προεστούς, κρέμασαν γιατρούς ,

βασάνισαν εμπόρους  και παντρεμένες βίασαν,

και τον άμαχο πληθυσμό χωρίς εξαίρεση σφαγίασαν

τους πιο πολλούς προς την έρημο    οδήγησαν

που σημαίνει θάνατος  και μαρτύριο  διαρκείας

και άλλοι κυνηγημένοι ξέφυγαν στην εξορία

το μαχαίρι δεν έκανε διακρίσεις

σε άνδρες, γυναίκες   όμηροι ακόμη και παιδιά

τις κόρες μας  έσυραν στο γυναικονίτη

και τα αγόρια «γιουσουφάκια» του   πασά

τα σπίτια  μας έκαψαν  κρεμάλες στην πλατεία έστησαν

τις περιουσίες μας άρπαξαν  βιαίως

και οι Γερμανοί στρατηγοί συνεργάστηκαν  βεβαίως

εκκλησιές   και    παπάδες   διαπόμπευσαν

μηδέ εξαιρουμένου  και του ηγουμένου   πρωθιερέως

σαν «γκρίζοι λύκοι» διψαχμένοι    για αίμα μας κατέσφαξαν

βίαζαν γυναίκες     λόγχιζαν     μωρά μπρος στις μάνες όλα αυτά

353.000 Πόντιοι νεκροί  θυσία στον Αλλάχ

ενα εκατομμύριο  σχεδόν οι   ξεριζωμενοι

έφυγαν καραβοτσακισμένοι σαν τα αγρίμια  φοβισμένοι

σε ξένες πατρίδες βρήκαμε κάποια ζεστασιά

το Ελληνικό και Χριστιανικό στοιχείο εξόντωσαν ολοσχερώς

το χάρο με τα μάτια μας είδαμε και της Αποκάλυψης

το  θεριό  χωρίς υπερβολή

τώρα τη μοίρα μας γλεντάμε την κακή

τον Ελληνισμό του Πόντου και της Μικράς Ασίας ετελεύτησαν

και οι ισχυροί της Γης σαν «εκσυγχρονιστή»

το αρχισφαγέα μας  υποδέχθηκαν

δικαίωση από πουθενά δεν βρήκαμε

σε όσους τα διηγηθήκαμε  σαν βαρύκοοι τα  δέχθηκαν

όμως εμεις ποτέ δεν θα παραδοθούμε

«πάλι με χρόνια με καιρούς  πάλι  στον Πόντο θα βρεθούμε»

τώρα γάμο    γιορτάζουμε  ποντιακό

μια βδομάδα το γλέντι κρατάει και ο χορός

έχουμε χαρά μεγάλη

θα μας ακούς  ως την Κυριακή την άλλη

Με κέρασαν ρακί  και νόστιμους μεζέδες

ποντιακά φαγητά από  τους μπαξέδες

Σαν τα χελιδόνια από την καταιγίδα τσακισμένοι

φωλιές κοντά στο στρατό έστησαν   νάναι ασφαλισμένοι

Μου  μίλησαν για τις αλησμόνητες πατρίδες τους

άλλοι από  την Τραπεζούντα

άλλοι από την Κερασούντα κι’άλλοι από τη Ριζούντα

έκτοτε   νιώθω Πόντιος και εγώ καθώς το όνομα μου

εις «ίδης» αλλά και η ψυχή μου Πόντιο  προδίδει

Τους ρώτησα αν  κάποιο υπέργηρο   Αβραάμ είχαν γνωρίσει

το γεροντάκι που με είχε τόσα χρόνια απασχολήσει

Και Ω ! Του θαύματος ήταν γνωστός τους

Πόντιος λυράρης και συγχωριανός τους

τους γιούς του είχαν σκοτώσει καθώς με το αντάρτικο

είχαν αρματώσει

λόγω γηρατειών αυτός  είχε γλυτώσει

με μιά του νύφη και  όλα του τα εγγόνια

στην Πάτρα  η  ειμαρμένη τον έβγαλε πριν  χρόνια

Έδωσε σκληρή βιοπάλη τα  εγγόνια του  να μεγαλώσει

καλούς ανθρώπους να τα βγάλει  και να τα μορφώσει

τον τσάκισε ο πόνος τον γκρέμισαν τα βάσανα

και ο Κυρ Αβραάμ προσφάτως αποβίσωσε καθώς

μου είπαν στα Ταμπάχανα

Ηταν η δεύτερη φορά που είχα δακρύσει

Η πρώτη για του πατέρα μου το χαμό και η δεύτερη

για τον κύρ-Αβραάμ τον «αούτη»

αναγνώστη είναι πραγματική η ιστορία ετούτη

στον Πόντο η ψυχή του θα έχει φτερουγίσει

Αμφικτύων

30/5/ 2021

*Αμφικτύων είναι ο Υποστράτηγος ε.α Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης

Συγγραφεύς, Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών

amphiktyon@gmail.com

http://amphiktyon.blogspot.com/

https://amphiktyon.org

Όποιος επιθυμεί  να διαγραφεί να επιστρέφει το παρόν με την   ένδειξη «διαγραφή»«σύμφωνα με το άρθρο 14 του νόμου 2672/98

ΠΡΟΩΘΕΙΣΤΕ ΤΟ ΑΝ ΣΥΜΦΩΝΕΙΤΕ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *